- ιδεαλισμός
- Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια νοητική παράσταση.
Για να γίνει κατανοητή η έννοια του ι., πρέπει να διαχωριστεί από άλλες δύο τάσεις: τον ορθολογισμό, που θέτει την αξία του λογικού ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία, και τον σπιριτουαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο το πνεύμα ή η ψυχή αποτελούν μια πραγματικότητα χωριστή από την ύλη και το σώμα.
Πολύ συχνά στον ι. αποδίδεται η υποστήριξη της ανυπαρξίας του εξωτερικού κόσμου. Έτσι, ορισμένες αντιλήψεις του Μπέρκλεϊ ερμηνεύτηκαν από μεταγενέστερους ως εξής: ο κόσμος είναι μια τεράστια αυταπάτη, ένα οικοδόμημα ιδεών που ανήκει στο κάθε άτομο χωριστά. Αν είναι αλήθεια ότι αυτός ο υποκειμενικός ι. ανάγει τα πρωτεύοντα (ύλη) και τα δευτερεύοντα (χρώμα, οσμή, μορφή) χαρακτηριστικά των πραγμάτων σε πνευματικές δημιουργίες ή και σε απλές παραστάσεις, αν όντως περιορίζει τα πράγματα σε ιδέες, είναι εξίσου αλήθεια ότι κατά την ίδια θεωρία οι ιδέες είναι επίσης τα μόνα σταθερά όντα, στερεά και πραγματικά. Ο ι. του Μπέρκλεϊ είναι ένας ψυχολογικός ρεαλισμός, ενώ αυτός του Πλάτωνα –ο πρώτος και αναμφισβήτητα ο πιο βαθύς ι.– είναι ένας ρεαλισμός των Ιδεών.
Ωστόσο, το νόημα ενός ι. τόσο απόλυτου (είτε πρόκειται για τον Μπέρκλεϊ είτε για τον Φίχτε, ο οποίος υποστήριζε ότι ο κόσμος είναι η διαλεκτική ενός βασικού εγώ-υποκειμένου που αντιτάσσει στον εαυτό του ένα αντικειμενικό-εγώ) δεν σημαίνει την αναίρεση του εξωτερικού κόσμου, αλλά τη θέση του προβλήματος του βαθμού πραγματικότητάς του, της συνοχής του και της αντικειμενικότητάς του. Υπό αυτή την έννοια, ο ορισμός που προαναφέρθηκε πρέπει να επαναδιατυπωθεί, καθώς δεν αρκεί μια φιλοσοφική άποψη να υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος εξηγείται και δικαιώνεται μέσα σε έναν κόσμο ιδεατών μορφών, για να χαρακτηριστεί ιδεαλιστική. Ο Χέγκελ δεν δίστασε να μιλήσει για έναν αντικειμενικό ιδεαλισμό, γεγονός που δεν θα είχε κανένα νόημα αν με τον ι. αναγόταν το αντικείμενο στο υποκείμενο και το ον αναγόταν μόνο στη σκέψη. Το να θέτει κανείς το πραγματικό ως ιδεατό, ως αναγώγιμο στη σκέψη, ισοδυναμεί με την άποψη ότι το ιδεατό είναι πραγματικό. Ο ι. εμφανίζεται εδώ ως η μερική, μονομερής και αφηρημένη όψη μιας θεμελιώδους πραγματικότητας που μπορεί να ονομαστεί Ιδέα, αλλά είναι επίσης υποκείμενο, αντικείμενο, ον, πραγματικότητα ή θεότητα. Η σχηματική αντιπαράθεση του όντος και της σκέψης παύει να υφίσταται λόγω της υπαγωγής και των δύο σε έναν ανώτερο συνθετικό όρο, όπου συγχέονται το υποκείμενο και το αντικείμενο, το ον και η σκέψη. Ο Χέγκελ προβάλλει, από την άποψη αυτή, την κατάληξη και τη συνέπεια όλων των δυνατών ι., παρόντων, παρελθόντων και μελλοντικών. Ο ι. του Χαμελέν, αν και μεταγενέστερος, εντάσσεται στην ιδεαλιστική προσέγγιση που διατύπωσε ο Χέγκελ. Η ενότητα αυτή μπορεί να καθοριστεί σαφέστατα με τη θεμελιακή αντίθεση μεταξύ του Χέγκελ (που αντιπροσωπεύει τον πιο συνεκτικό ι.) και του Μαρξ, που πρέσβευε την αντικατάσταση της ιδέας με την ύλη. Ανάμεσα στον ι. και στον υλισμό υπάρχει μια θεμελιακή αντινομία· αυτή δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλό θέμα σχολαστικών φιλονικιών ή σε μια αντίθεση που να είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί. Πρόκειται για δύο κοσμοθεωρίες εντελώς ασυμβίβαστες.
* * *ο1. η τάση προς το ιδεώδες, η αναζήτηση τού ιδεώδους2. γενικός χαρακτηρισμός τών φιλοσοφικών θεωριών που υποστηρίζουν ότι η συνείδηση, η σκέψη, το ψυχικό και πνευματικό στοιχείο είναι τα πρωταρχικά και θεμελιώδη, ενώ η ύλη, η φύση και γενικά το φυσικό στοιχείο είναι δευτερεύοντα παράγωγα καθοριζόμενα και εξαρτημένα3. φρ. α) «υποκειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη η οποία ταυτίζει το πνεύμα με την υποκειμενική συνείδηση, αρνούμενη την ανεξάρτητη από το γνωστικό υποκείμενο ύπαρξη τής υλικής πραγματικότητας και ανάγοντας τη συνείδηση αυτή και τα παράγωγά της σε μόνη πραγματικότηταβ) «αντικειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη κατά την οποία το Είναι θεμελιώνεται σε μια αυθύπαρκτη πνευματική πραγματικότητα —όπως λ.χ. στις Ιδέες, στην Απόλυτη Ιδέα, στο Ανώτατο Πνεύμα ως δημιουργού τών πάντων κ.λπ. — ανεξάρτητη από την ατομική συνείδηση τού υποκειμένου, τού ανθρώπουγ) «απόλυτος ιδεαλισμός» — η κοσμοαντίληψη τού εγελιανισμούδ) «υπερβατικός ιδεαλισμός» ή «κριτικός ιδεαλισμός» — όρος που χρησιμοποίησε ο Καντ για να χαρακτηρίσει το φιλοσοφικό σύστημά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε-), πρβλ. γαλλ. idealisme < γαλλ. ideal (< λατ. ide-alis < idea, πρβλ. ιδέα) + -isme, ενώ ως προς την κατάλ. (-αλισμός) είναι μεταφορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη].
Dictionary of Greek. 2013.